- επίκρασις
- ἐπίκρασις, ἡ (Α) [κράσις]1. (για ποτά, χυμούς κ.λπ.) ανάμιξη, συγκερασμός2. μετρίαση που γίνεται με ανάμιξη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπίκρασις — mixing fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικράσει — ἐπίκρασις mixing fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐπικράσεϊ , ἐπίκρασις mixing fem dat sg (epic) ἐπίκρασις mixing fem dat sg (attic ionic) ἐπικράζω shout to aor subj act 3rd sg (epic) ἐπικράζω shout to fut ind mid 2nd sg ἐπικράζω shout to fut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικράσεις — ἐπίκρασις mixing fem nom/voc pl (attic epic) ἐπίκρασις mixing fem nom/acc pl (attic) ἐπικράζω shout to aor subj act 2nd sg (epic) ἐπικράζω shout to fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίκρασιν — ἐπίκρασις mixing fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικράσεων — ἐπικράσεω̆ν , ἐπίκρασις mixing fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικράσεως — ἐπικράσεω̆ς , ἐπίκρασις mixing fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)